- ἔμβρεγμα
- ἔμ-βρεγμα, ατος, τό,A lotion, Dsc.2.124, Aret.CA1.1, Archig. ap. Gal.8.150.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔμβρεγμα — lotion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμβρεγμα — το (Α ἔμβρεγμα) βρεγμένο επίθεμα, κομπρέσα νεοελλ. το φαρμακευτικό προϊόν που λαμβάνεται με τη μέθοδο τής εμβροχής … Dictionary of Greek
ἐμβρεγμάτων — ἔμβρεγμα lotion neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρέγμασι — ἔμβρεγμα lotion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρέγματα — ἔμβρεγμα lotion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβροχή — (I) η (Α ἐμβροχή) 1. το να εμβραχεί κάτι, ύγρανση, μούσκεμα νεοελλ. 1. η διήθηση τού δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό υγρό 2. μέθοδος εκχύλισης δρόγης για παραλαβή τών δραστικών συστατικών της αρχ. έμβρεγμα, κομπρέσα. (II) ἐμβροχή, η (Α)… … Dictionary of Greek